Τις νύχτες αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής…
Κ’ ήρθες εσύ.
Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος έτσι πασίχαρος κι αθώος
Θα περάσω κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος…
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε αυτές τις ώρες τις θαμπές τις υπερπληρωμένες που δυο κόσμοι
Ανταμώνονται που δυο βαθιές φωνές ζυγιάζονται πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου σκιρτά και ταλαντεύεται στ’ άνθος της νύχτας…
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας μέσα στο βλέμμα των θεών πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;
Βηματίζεις
μέσα στα σκονισμένα δώματά μου μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα που ευωδιάζει πράσινα φύλλα
φρεσκοπλυμένο ουρανό και φτερά γλάρων πάνω από θάλασσα πρωϊνή.
Μέσα στο βλέμμα σου ηχούν κάτι μικρές φυσαρμόνικες από κείνες που παίζουν
τα πολύ εύθυμα παιδιά στις εαρινές εξοχές.
Ξεκρέμασε και πέταξε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τις μελαγχολικές κορνίζες.
Εσύ μου ’φερες τον καινούργιο καιρό, το φως της αυγής και το αίμα μου.
Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς να φορέσουμε στα δάχτυλα τις παπαρούνες και τον ήλιο και την καινούργια χλόη.
Στα μάτια σου δε λιμνάζει
μήτ’ ένας κόκκος ίσκιου.
Να ο ήλιος που τρέχει μέσα στα δάση.
Δεν έχουμε αργήσει.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών…
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια και βλέποντας τη θάλασσα θα ξαναπούμε την παιδική μας δέηση
μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα των παιδικών εκκλησιών θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.
Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει για να χαρώ και να νοήσω το μεγαλείο σου.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο να μην ισκιώνει το φως που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη απ’ τη σιωπή γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.
Ένας γόος ευτυχίας ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης απ’ τα σπήλαια του δάσους
μες στην έκθαμβη νύχτα διαπερνάει το χρόνο και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.
Αγάπη Αγάπη
δε μου ’χες φέρει εμένα μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω…
Τα τρυφερά λυκόφωτα οι πράες καμπύλες των βουνών και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ κ’ έφευγα σιωπηλός ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές ακουμπούσαν στο περβάζι μου το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια και με κοιτούσαν με πικρία ζητώντας ν’ απολογηθώ…
Τις νύχτες του έαρος που η γύρη των άστρων και των λουλουδιών αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου γιατί αργούσες να ’ρθεις Αγάπη…
Ζητώντας το θεό ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας γέμισα τους κήπους μου με λευκούς κρίνους για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ’ αργυρά που η σελήνη ραντίζει με δρόσο τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου, ζητούσα να φιλήσω μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
Ω! Αγάπη!
Πώς θα πληρώσεις τώρα ένα θάνατο που ενταφιάστηκε κάτω απ’ τη θωπεία σου;
ένα παιδί που κοιμήθηκε εικοσιοκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια σου;
Σφίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;…
Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
- η καρδιά μας…
Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο και τραγουδάμε.
Το φως κελαϊδάει στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας…
Πώς αγαπούμε τα ερωτικά κορμιά μας…
Αγαπούμε τον ουρανό και τη γη τους ανθρώπους και τα ζώα τα ερπετά και τα έντομα.
Είμαστε κ’ εμείς όλα μαζί κι ο ουρανός κ’ η γη.
Το κορμί μας περήφανο απ’ της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο απ’ την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης χωράει το σύμπαν.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.
Αγάπη εσύ μου ξανάφερες τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας κι αυτή την άγκυρα που δένει στο σιγανό λιμάνι τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό που ήταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο και μ’ είχε λησμονήσει
ξανάρχεται στα χέρια σου να ζεσταθεί να ξαναζήσει και να σε φιλήσει.
Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.
Μας άγγιξε ψυχρό το φθινοπωρινό λυκόφως…
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή ρυτιδώνει χαμηλά τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν αποχαιρετισμών μαντήλια…
Αστράφτει ο κόσμος έξω απ’ τη λύπη σου φως κ’ αίμα τραγούδι και σιωπή…
Ανοίχτε τα παράθυρα…
Αστράφτει ο κόσμος ακούραστος.
Κοιτάχτε.
Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μού ανήκει.
Κ’ ήρθες εσύ.
Έτσι σεμνός ανθρώπινος ακέριος έτσι πασίχαρος κι αθώος
Θα περάσω κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος…
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε αυτές τις ώρες τις θαμπές τις υπερπληρωμένες που δυο κόσμοι
Ανταμώνονται που δυο βαθιές φωνές ζυγιάζονται πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου σκιρτά και ταλαντεύεται στ’ άνθος της νύχτας…
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας μέσα στο βλέμμα των θεών πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;
Βηματίζεις
μέσα στα σκονισμένα δώματά μου μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα που ευωδιάζει πράσινα φύλλα
φρεσκοπλυμένο ουρανό και φτερά γλάρων πάνω από θάλασσα πρωϊνή.
Μέσα στο βλέμμα σου ηχούν κάτι μικρές φυσαρμόνικες από κείνες που παίζουν
τα πολύ εύθυμα παιδιά στις εαρινές εξοχές.
Ξεκρέμασε και πέταξε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τις μελαγχολικές κορνίζες.
Εσύ μου ’φερες τον καινούργιο καιρό, το φως της αυγής και το αίμα μου.
Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς να φορέσουμε στα δάχτυλα τις παπαρούνες και τον ήλιο και την καινούργια χλόη.
Στα μάτια σου δε λιμνάζει
μήτ’ ένας κόκκος ίσκιου.
Να ο ήλιος που τρέχει μέσα στα δάση.
Δεν έχουμε αργήσει.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών…
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια και βλέποντας τη θάλασσα θα ξαναπούμε την παιδική μας δέηση
μαζί με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα των παιδικών εκκλησιών θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ πάνω απ’ τους πράσινους κάμπους.
Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι.
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ’χε λείψει για να χαρώ και να νοήσω το μεγαλείο σου.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο να μην ισκιώνει το φως που ανατέλλει απ’ τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη απ’ τη σιωπή γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.
Ένας γόος ευτυχίας ανεβαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης απ’ τα σπήλαια του δάσους
μες στην έκθαμβη νύχτα διαπερνάει το χρόνο και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.
Αγάπη Αγάπη
δε μου ’χες φέρει εμένα μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω…
Τα τρυφερά λυκόφωτα οι πράες καμπύλες των βουνών και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ κ’ έφευγα σιωπηλός ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές ακουμπούσαν στο περβάζι μου το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια και με κοιτούσαν με πικρία ζητώντας ν’ απολογηθώ…
Τις νύχτες του έαρος που η γύρη των άστρων και των λουλουδιών αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου γιατί αργούσες να ’ρθεις Αγάπη…
Ζητώντας το θεό ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας γέμισα τους κήπους μου με λευκούς κρίνους για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ’ αργυρά που η σελήνη ραντίζει με δρόσο τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα Αγάπη ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ’βρω τα ίχνη των βημάτων σου, ζητούσα να φιλήσω μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
Ω! Αγάπη!
Πώς θα πληρώσεις τώρα ένα θάνατο που ενταφιάστηκε κάτω απ’ τη θωπεία σου;
ένα παιδί που κοιμήθηκε εικοσιοκτώ Απριλίους για να ξυπνήσει στα χέρια σου;
Σφίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;…
Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
- η καρδιά μας…
Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο και τραγουδάμε.
Το φως κελαϊδάει στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας…
Πώς αγαπούμε τα ερωτικά κορμιά μας…
Αγαπούμε τον ουρανό και τη γη τους ανθρώπους και τα ζώα τα ερπετά και τα έντομα.
Είμαστε κ’ εμείς όλα μαζί κι ο ουρανός κ’ η γη.
Το κορμί μας περήφανο απ’ της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο απ’ την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης χωράει το σύμπαν.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.
Αγάπη εσύ μου ξανάφερες τ’ άσπρα πουλιά της μητέρας κι αυτή την άγκυρα που δένει στο σιγανό λιμάνι τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό που ήταν δικό μου κ’ έμενε σαν ξένο και μ’ είχε λησμονήσει
ξανάρχεται στα χέρια σου να ζεσταθεί να ξαναζήσει και να σε φιλήσει.
Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.
Μας άγγιξε ψυχρό το φθινοπωρινό λυκόφως…
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή ρυτιδώνει χαμηλά τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν αποχαιρετισμών μαντήλια…
Αστράφτει ο κόσμος έξω απ’ τη λύπη σου φως κ’ αίμα τραγούδι και σιωπή…
Ανοίχτε τα παράθυρα…
Αστράφτει ο κόσμος ακούραστος.
Κοιτάχτε.
Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μού ανήκει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου