Αν υπήρχε τζάμι στη θέση της γυψοσανίδας θα βλέπαμε με δέος
και ελαφρώς σαδιστική περιέργεια το ύφος του προσώπου της όταν της το
ανακοίνωσε. Αν πλησιάζαμε ακόμη πιο κοντά με έναν μεγεθυντικό φακό στο όνομα
της μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θα παρατηρούσαμε τις νανοκινήσεις, αν
υπάρχει κάτι τέτοιο, των μυών του προσώπου. Αν δεν μας χώριζε αυτός ο
προστατευτικός τοίχος θα είχαμε ίσως παρακολουθήσει τις κόρες των ματιών της να
αφανίζονται σχεδόν, το στόμα να στεγνώνει, την ανάσα της να γίνεται άστατη, ελιππής,
ανίκανη να κατευνάσει το άγχος, που γρήγορα έγινε μένος, στο άκουσμα μίας και
μόνο φράσης: «Εγώ μ’ αυτό δε γυρνάω στο σπίτι!».
Το σώμα της άρχισε να διαρρηγνύεται από την πηγή. Πρώτα
ένιωσε ένα ένα τα ράμματα της περινεοτομής να ανοίγουν σαν τσακισμένα
συρματάκια συρραπτικού κι ένα ζεστό υγρό να κυλάει ανάμεσα από τους μηρούς. Από
τη γεννητική περιοχή, αυτή που γέννησε τρεις μέρες πίσω ένα ανεπιθύμητο πλάσμα
για πρωτότοκο, έφυγαν κύματα έντασης, διάλυσης, διάρρηξης, κύματα πόνου, που
μπροστά τους η γέννα έμοιαζε περίπατος. Το στομάχι της έκαιγε, η καρδιά της
έλιωνε, τα μάτια δε θα στέρευαν ποτέ. Τα γόνατα σφυροκοπούσαν ανεξέλεγκτα όπως
τότε που έδινε για το δίπλωμα του αυτοκινήτου ή σαν το σφυράκι του παπουτσή του
Βαγγέλη Γερμανού, που μετράει το χρόνο ρυθμικά. Οι γάμπες είχαν πάθει κράμπα
αλλά δεν ένιωθε τη διαφορά, μια κράμπα ήταν ολόκληρη απ’ την κορφή ως τα
ματωμένα νύχια.
Αν υπήρχε τζάμι θα την είχαμε δει να στρέφει το βλέμμα στο
παράθυρο για να καταφέρει να πάρει μια ολόκληρη ανάσα, έστω με τα μάτια αφού οι
πνεύμονες είχαν παραλύσει προσωρινά. Έπειτα τον κοίταξε. Τον σούβλισε αλλά
αυτός είχε φορέσει πανοπλία από τα πέντε του και δε μάσαγε από σουβλιές. Μόνον
ο ίδιος κάρφωνε από τότε. Πήγε να της την ξαναπεί την ίδια φράση, αλλά
αποφάσισε να μη γυρίσει κι άλλο το
μαχαίρι στην πληγή της. Άλλωστε, είχε ματώσει ήδη. Και το κυριότερο; Δεν
έφταιγε αυτός. Αυτός βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων και απλά έχει χρέος να
αποφασίσει το καλύτερο για όλους. Ο γιατρός ο πούστης φταίει, που του τα
σκάγανε κάθε μήνα χοντρά, πήρε και φακελάκι για τον τοκετό και δεν είχε δει
τίποτα!
Αν υπήρχε τζάμι θα είχαμε την ευκαιρία, ή την ατυχία, όπως
θέλετε πείτε το, να διαπιστώσουμε πόσο λίγο απέχει ένας άνθρωπος από ένα
σκουπίδι, από ένα φτηνιάρικο, ούτε να το φτύσεις σκουπιδάκι του δρόμου. Σύρθηκε
κι ακούμπησε εξαντλημένη στο κρεβάτι. Ήρθαν να την περιποιηθούν, αυτήν και την
τομή της. Κανείς δεν ασχολήθηκε με την ουλή της την αόρατη, αυτή με τον καιρό θα γιάνει. Όλοι έδειξαν
κατανόηση μπροστά της και από πίσω θάψιμο. «Μα τι να κάνουνε κι αυτοί, άνθρωποι
είναι θα καταστραφεί η ζωή τους…» και «Μη νομίζετε, καλύτερα θα ναι και γι’
αυτό το ταλαίπωρο το πλασματάκι σε ένα ίδρυμα που να μπορούν να το φροντίσουν».
Λόγια παρηγοριάς που διαπνέονται από το πνεύμα σταθερής αξίας μακριά απ’ τον κώλο μας…
Όταν γεννήθηκε το ρολόι έδειχνε 07:12. Ο γιατρός είπε: «ώρα
γέννησης, 07:12, να σου ζήσει». Το είδε φευγαλέα, θολωμένη απ’ τον εργώδη,
πολύωρο τοκετό. Άνοιξε τα χέρια της να το υποδεχτεί, μα το μωρό το εξαφάνισαν
με συνοπτικές διαδικασίες. Είχε το σύνδρομο Apert ή κάτι παρόμοιο, τόσο σπάνιο που κι
οι γιατροί έμειναν άναυδοι. Θα χρειαζόταν καμιά δωδεκαριά χειρουργεία στο
κεφάλι μέχρι τα πέντε του χρόνια, με στόχο τη λιγότερη δυνατή βλάβη στην
ανάπτυξή του και κάποιες επεμβάσεις στα άκρα. Προσδόκιμο επιβίωσης αμφίβολο,
ποιότητα ζωής που θα απέχει παρασάγκας από τις προσδοκίες, ενίοτε και από τις
αντοχές. Οι υπέρηχοι δεν είχαν δείξει τίποτα το τόσο ανησυχητικό και κανένα
σημάδι δεν προμήνυε τούτη τη συμφορά. Αγκαλιά δεν το πήρε ποτέ. Το έθρεψε, το
ένιωσε μέσα της να μεγαλώνει, το ονειρεύτηκε, το αγάπησε, το φαντασιώθηκε, του
μίλησε, το γέννησε, το άκουσε να κλαίει μέσα στην αίθουσα του τοκετού. Για
τρεις ατέλειωτες μέρες, τους χώριζαν δυο όροφοι και μία εξελισσόμενη τραγωδία.
Από την τέταρτη και μετά, χώρισαν οι δρόμοι τους κι εκείνη η αγκαλιά δεν ήρθε
ποτέ. Τη γραφειοκρατία την ανέλαβε αυτός. Θα έδινε και την ψυχή του για να
φύγουν από εκεί μέσα και να τα ξεχάσουν όλα αυτά, να το ξεχάσουν κι αυτό, το
παιδί τους, το λάθος της φύσης που απειλούσε να τα γκρεμίσει όλα με τον ερχομό
του. Καριέρες, στάτους, οικονομική επιφάνεια, οικογενειακή γαλήνη, εν πάσει
περιπτώσει!
Αυτή ανέλαβε το πένθος. Κατοίκησε σε έναν καναπέ, τον έκανε
νησί της. Τη μέρα κολυμπούσε στα γαλανά νερά της αδηφάγας μνήμης κι άλλοτε
περιπλανιόταν στον απόκρημνο κήπο των τύψεων. Σκάλιζε το χώμα του χρόνου
περνώντας απ’ το κόσκινο κάθε λεπτό μέχρι να βρει εκείνο το ένα, το κρίσιμο,
εκείνο που θα μπορούσε να είχε κάνει τη διαφορά. Το βράδυ εκείνης της μοιραίας
συνουσίας; Όταν διάλεξε γιατρό; Όταν αποφάσισε να μην πάει σε εξειδικευμένο
γιατρό για υπερήχους, αφού όλα ήταν καλά; Ή και πιο πριν; Όταν γνώρισε τον
άντρα της, αυτόν τον γοητευτικό στρατιωτικό με τα αστέρια στη στολή, με το
φεγγάρι στα τραγούδια, μ’ όλη τη γη στα πόδια της; Ο καναπές γούβωσε με τους
μήνες. Από νησί έγινε κρατήρας ανενεργού – μπορεί και όχι – ηφαιστείου. Κάποτε,
φάνηκε μόνο το κεφάλι της να προεξέχει απ’ το αφρολέξ, την υπόλοιπη τη ρούφηξε
ο πόνος. Το ατελέσφορο. Το ανολοκλήρωτο. Το χρέος της μάνας. Τότε ήταν που
αποφάσισε αυτός, αφού είχε περιμένει με υπομονή γαϊδουρινή γιατί είχε χεσμένη η
φωλιά του, να της χαρίσει ένα παιδί κανονικό, ένα παιδί σαν τ’ άλλα, των
συναδέλφων και δικών.
Μόλις φυτεύτηκε ο σπόρος, ο στρατιωτικός ξηγήθηκε ριζική
ανακαίνιση στο σπίτι. Ο κρατήρας του σαλονιού αντικαταστάθηκε με δερμάτινη
γωνία 8 θέσεων συνολικά, γιατί να, ώσπου
να το καταλάβουμε θα έρθει η ώρα για τις γιορτές και τα γενέθλια του παιδιού,
να χωράει ο κόσμος. Ο κρατήρας ο δικός της γέμισε με καινούρια όνειρα, με
ελπίδα. Λίγο πιο κάτω είχε παραχώσει την αγωνία μην κι είναι μοιραίο να γεννάει
προβλήματα και στον πάτο είχε πλακωθεί και ποδοπατηθεί εκείνο το κομμάτι που
άπαξ και νεκρώθηκε τη μέρα που έφυγε από το νοσοκομείο ως μάνα άτεκνη, δεν
αναστήθηκε ποτέ. Το παιδικό δωμάτιο υπέστη κι αυτό σαρωτικές αλλαγές, λίγο να
φύγει η γρουσουζιά και σίγουρα επειδή το βρέφος που κατέφτανε, ήταν κορίτσι
ετούτη η φορά.
Όχι απλά κορίτσι. Ένας άγγελος, που λένε κι οι γιαγιάδες. Ένα
ξανθό και μπουκλωτό, που ήρθε κι άπλωσε τη γλύκα του παντού, σε αγκάθια,
κρατήρες, ρυτίδες και λευκά μαλλιά. Αυτός, πανευτυχής, περήφανος, ξαναέλαμψαν
τ’ αστέρια της στολής του, ένας κορδωμένος κοριτσοπατέρας που απολάμβανε το
θαύμα της φύσης έχοντας απωθήσει πια για τα καλά το λάθος της. Αυτή, χαρούμενη,
κατέβηκε τις σκάλες του μαιευτηρίου κρατώντας ένα μωρό επιτέλους, δεν έφυγε
πάλι με άδεια χέρια, ξαναπίστεψε στη ζωή - έχοντας πάντα επίγνωση της οφειλής
της.
Και το όνομα αυτής «Αγγελική», ποιο άλλο θα μπορούσε να είναι
για αυτό το έργο τέχνης, για αυτό το ποίημα; Αγγελικούλα βάλσαμο, Αγγελικούλα
μέλι. Η Αγγελικούλα μεγάλωσε τόσο όμορφα όσο μαρτυρούσε η εξωτερική της
εμφάνιση. Μέσα στην αγάπη και τις παροχές. Κι αν η αγάπη ποτέ δεν περισσεύει,
οι παροχές περίσσευαν σε κακουργηματικό βαθμό – μιας και κακούργημα κουκούλωναν
- υλικά αγαθά υπερβολικά, παράταιρα προς την αθωότητα της παιδικής της ηλικίας,
επιβαρυντικά, παιχνίδια για ένα λόχο και ρούχα για δύο, φορέματα για κούκλα
πιότερο, λιγότερο για παιδί που θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο και τον εαυτό του.
Μα ακριβώς αυτό ήταν το αντάλλαγμα που όφειλε να καταβάλλει η Αγγελικούλα, το
να κοιμίσει τη φύση της, να αρκεστεί σε αυτό τον κόσμο, τον αγγελικά πλασμένο,
να μην ανακαλύψει, να μη μάθει, να μη ρισκάρει, απλά να υπάρχει.
Η Αγγελική, σαν άλλη Ιψενική Νόρα, κατοίκησε το κουκλόσπιτό
της όπως είχε κατοικήσει κάποτε η μάνα της έναν καναπέ. Ενδύθηκε το ρόλο της
και μπήκε στο πετσί του. Ήταν ένα ακριβοθώρητο, αψεγάδιαστο μπιμπελό που χάριζε
απλόχερα κομπασμό και υπερηφάνεια στους γονείς της. Αθόρυβη και αέρινη, μάθαινε
χωρίς να ρωτάει, μεγάλωνε χωρίς να προκαλεί, υπήρχε χωρίς να υπάρχει. Ακόμα κι
η περίοδος της ήρθε πολύ αργά, υπακούοντας κι αυτή στην άρρητη οδηγία: θα είσαι πάντα η κούκλα μας η Αγγελικούλα.
Σαν έκλεισε τα δεκαέξι της χρόνια, και αφού οι προσπάθειες κατάπνιξης και
άρνησης της εφηβικής της ορμής είχαν πια εξαντληθεί, το τοπίο άρχισε να
αλλάζει. Η Αγγελικούλα γυρνούσε μόνο στο «Άντζελα» κι αυτό, αν ήταν στις καλές
της. Ένα απόγευμα που άκουσε ακόμη μία απαγόρευση από τον πατέρα της, τα
αστέρια της στολής του οποίου είχαν ξαναθαμπώσει κι έμοιαζαν κάλπικα στα μάτια
της, βγήκε στο μπαλκόνι του δωματίου της και πέταξε με βακχική μανία οτιδήποτε
ροζ. Κουκλόσπιτα, χαζόκουκλες, και έναν τόνο μαλακισμένες ροζ αηδίες που
έπνιγαν το δωμάτιό της, απαγορεύοντάς του να γίνει εφηβικό. Στάθηκε για μια
στιγμή και αποχαιρέτισε τη σαπουνόπερα της παιδικής της ηλικίας. Μια Barbie που επαναστάτησε κι άλλαξε εκείνο το
ψεύτικο, πλαστικό μαλλί με κοντό καρφάκι, μια ωραία κοιμωμένη που ξύπνησε πάνω
το βάθρο της φορώντας μαύρα ρούχα με essence εφηβικής ιδρωτίλας κι αποφάσισε να
βγει για κυνήγι, αντί να περιμένει σαν θήραμα τον κυνηγό .
Πάνω στα μυστικά των οικογενειών φύονται τα πιο απρόσμενα
άνθη.
Όλα αυτά τα επίχρυσα χρόνια της οικογενειακής γαλήνης, η
γυναίκα με τη μήτρα που γεννούσε τέρατα και αγγέλους, είχε βρει έναν τρόπο να
συνυπάρχει με την ανήσυχη συνείδησή της. Βρήκε λογικές απαντήσεις σε όλα τα
δύσκολα ερωτήματα, κι όπου δυσκολεύτηκε, υιοθέτησε τις απαντήσεις του άντρα της
που είχε εντρυφήσει στο θέμα του χειρισμού συνειδήσεων, λόγω και της
επαγγελματικής του ιδιότητας. Καμιά φορά έβλεπε στον ύπνο της όνειρα δύσκολα
και αγχωτικά, αλλά αντίκριζε ξυπνώντας τον άγγελό της και συνερχόταν: όλα είχαν
γίνει για καλό, για το κοινό καλό.
Οι πρώτες αμφιβολίες για αυτό το καλό, πήγαν και ρίζωσαν ύπουλα
στην ψυχή της, όταν γεννήθηκε τούτο το ντροπιαστικό alter ego της κόρης τους της Αγγελικής: η
Άντζελα. Οι αμφιβολίες, δε βιώνονταν τόσο ως τέτοιες, αλλά μάλλον ως ένα
αργόσυρτο, πολυφωνικό μοιρολόι που πενθεί μιαν απροσδιόριστη απώλεια. Ένα
μακρινό βουητό που δεν το ακούς καθαρά
αλλά δεν μπορείς και να το
παραβλέψεις. Κι όταν με τη γωνία του ματιού της – έτσι κοιτάζονταν εκεί μέσα
πια, μόνο υπό γωνία – έπιανε ένα στιγμιότυπο της κόρης της που κάποιο παράξενο
προαίσθημα την έπειθε πως δεν θα το ξανάβλεπε, το βουητό δυνάμωνε. Να, όπως
εκείνη τη μέρα που γύρισε η Αγγελική από το σχολείο με το μαλλί αγνώριστο,
άφαντο για την ακρίβεια, και τις τρίχες που είχαν πέσει θύματα του εμφύλιου ατάκτως
ειρημένες μέσα σε μια μαύρη τσάντα σκουπιδιών! Εκείνο της το βλέμμα… ένα
λιοντάρι που μόλις άρχιζε να υποτάσσει το θηριοδαμαστή του. Ή στη γιορτή της, 8
Νοεμβρίου, που απείλησε θεούς και δαίμονες και τελικά βγήκε στις 11 το βράδυ
ντυμένη σαν μια φτηνιάρα, κι όπως έμπαινε στο αυτοκίνητο που την περίμενε απ’
έξω, έριξε ένα τελευταίο θριαμβευτικό βλέμμα κυριαρχίας προς τα πάνω, ξέροντας
πως η μάνα της την κοιτάζει διαλυμένη απ’ το παράθυρο. Αυτά τα στιγμιότυπα
αποτυπώθηκαν σιγά σιγά στα εσώτερά της, ένα μικρό λεύκωμα αποχαιρετισμού, υπό
το σιγομουρμούρισμα εκείνου του μοιρολογιού, που το αποδέχεσαι κάποια στιγμή ως
μέρος της ζωής σου… Και κάπου κάπου το αγαπάς.
Η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε. Οι γονείς δεν είχαν
πλάνο, δεν είχαν δύναμη μπροστά σε αυτό το φαινόμενο οργισμένης φύσης. Μόνο το
φόβο είχαν, που σύμβουλος καλός δεν είναι. Το φόβο και μια στωική αποδοχή ότι
αυτή είναι η τιμωρία τους. Έτσι
φοβισμένα σήκωσαν τα χαράματα της Κυριακής το τηλέφωνο, άυπνοι και
εξαντλημένοι, με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια σαν τους μαύρους κύκλους που
ξανάκανε η ζωή τους.
Στο νεκροτομείο πήγε ο πατέρας – αναλάμβανε όπως πάντα τα
γραφειοκρατικά. Ναι, αυτή ήταν, η Άντζελα, όχι η Αγγελική, η Αγγελική είχε
πεθάνει ένα απόγευμα στο μπαλκόνι, μα τώρα ναι, σκοτώθηκε κι η Άντζελα κατά πώς
φαίνεται. Αυτή είναι, με τις τρύπες παντού μπας και βρει ο θυμός διέξοδο, στη
μύτη, στα φρύδια, στα αυτιά, στα χείλη, γεμάτο μικρές βαλβίδες χύτρας το
πρόσωπό της, αυτή είναι, με το καρναβαλίστικο μακιγιάζ, μα είναι όλα άθιχτα στο
πρόσωπο, δεν της φαίνεται ότι είναι πεθαμένη, πώς μπορεί να είναι ίδια αλλά να
μη ζει πια. Αυτή είναι. Αυτή ήταν.
Ένα σπίτι εύκολα μετατρέπεται σε τάφο όταν εκλείψει η
επιθυμία για ζωή.
Δεν μίλησαν για ευθύνες. Ίσως δεν ξαναμίλησαν ποτέ και για
τίποτα. Πώς ανοίγεις κουβέντα για το τίποτα; Για το απόλυτο κενό. Η χαραμάδα
που χώριζε τα δύο τμήματα του οχταθέσιου καναπέ έγινε ρήγμα. Έπεφτε εκεί μέσα
ένα βλέμμα και γιγαντώνονταν σε τύψη. Έπεφτε εκεί μέσα η σιωπή και γεννοβόλαγε
σιωπή.
Μια μέρα εκείνη έκλαψε. Μούσκεψαν όλα γύρω της και πάνω της
και μέσα της. Κολύμπησε στα δάκρυα και σκέφτηκε για λίγο να αφεθεί. Θα ήταν
ένας δίκαιος θάνατος για την περίπτωσή της, να πνιγεί στα ίδια της τα δάκρυα,
να διαβρωθεί απ’ το αλάτι τους και να αφανιστεί, αυτή και οι οφειλές της, τα
μυστικά της , τα κρίματά της. Την κρίσιμη ώρα της τελικής παραίτησης, αρπάχτηκε
απ’ το μπράτσο του οχταθέσιου και σύρθηκε με κόπο προς τα έξω… Προς τα πάνω.
Προς τα μέσα.
Κίνησε λυτούς και δεμένους, πήρε την ιστορία από την άθλια
αρχή της, από το νοσοκομείο που τον γέννησε. Έψαξε ανθρώπους, στοιχεία. Αφέθηκε
να την κοιτάξουν ως τη χειρότερη μάνα του κόσμου, να την αντιμετωπίσουν ως
απάνθρωπη, να της μιλήσουν με καχυποψία και υπονοούμενα. Υπέμεινε κάθε
συμπεριφορά, προκειμένου να πετύχει το σκοπό της. Να μάθει. Να εντοπίσει αυτό
το απρόσμενο πλάσμα που είχε βγει απ’ τα σπλάχνα της πριν από τόσα χρόνια και
να το αγκαλιάσει. Ή να το κλάψει όπως του αξίζει.
Τον άντρα της τον άφησε να φυτοζωεί στο λαβύρινθο που έχτισε
ο ίδιος με επιμέλεια. Σε αυτόν δε χρώσταγε, όλα του τα ‘δωσε και με το
παραπάνω, μα αποδείχτηκε ότι οι κύκλοι ανακυκλώνονται άμα δεν κλείνουν οι
εκκρεμότητες. Κι αυτός πραγματικά, ψάχνοντας σα χαμένος την άκρη του νήματος,
μπλέχτηκε ακόμη πιο πολύ και άρχισε να αναπτύσσει διάφορα νευροψυχιατρικά
συμπτώματα το ένα μετά το άλλο. Άγχος, κατάθλιψη, φοβίες, κρίσεις πανικού,
αλαλία, κάποια σημάδια απώλειας της μνήμης – μάλλον ήταν η μόνη του διέξοδος –
και πρώιμης άνοιας. Ένα ράκος αδυναμίας, ένα σύμβολο παραίτησης, με ένα ποτήρι
νερό με καλαμάκι, γελοίος και αξιολύπητος μέσα στη στολή του, έπαιρνε θέση κάθε
πρωί στο ένα από τα οχτώ μαξιλάρια του οχταθέσιου. Πάντα στο ίδιο. Πάντα τα
ίδια. Σα φυτό εσωτερικού χώρου, που δεν ήξερες αν όντως υπολειτουργεί ή
αυτοτιμωρείται.
Αυτή συνέχισε απτόητη. Σχεδόν ξανάνιωσε θα νόμιζε κανείς.
Αυτή η αναζήτηση τη γέμιζε ενέργεια και ελπίδα. Πήγαινε βέβαια στον τάφο της
Αγγελικούλας τακτικά, φρόντιζε τα λουλούδια, άναβε το καντηλάκι, καθάριζε και
φιλούσε τη φωτογραφία της κόρης της με τα μακριά μαλλιά και το αθώο βλέμμα.
Είχε κάνει μεγάλο σαματά γιατί επέμενε να μπει ημερομηνία θανάτου στο μνήμα η
άλλη, η συμβολική, εκείνη του μπαλκονιού με την αποκαθήλωση του ροζ και όχι
αυτή του μοιραίου δυστυχήματος, αλλά συνάντησε σφοδρή άρνηση και το άφησε. Αυτή
ήξερε πολύ καλά πότε ακριβώς χάθηκε ο άγγελός της.
Όλες τις υπόλοιπες ώρες, έψαχνε, σκάλιζε, μάθαινε. Τελικά τη
βρήκε την άκρη. Ο γιος της που δεν τον άγγιξε ποτέ με τα χέρια της, ό, τι
αγγίχτηκαν όσο συνυπήρχαν ο ένας μέσα στον άλλο, ζούσε. Είχε μια θέση σε ένα
ίδρυμα για περιπτώσεις σαν και τη δική του:
φτωχής πρόγνωσης, οριστικής εγκατάλειψης. Ήρθε σε επαφή, εξήγησε, ζήτησε
μια συνάντηση. Ικέτεψε, δε ζήτησε. Της δόθηκε, αφού έκανε κι αυτή με τη σειρά
της μια γενναία δωρεά στο ευαγές ίδρυμα.
Φόρεσε κάτι ουδέτερο, κομψό αλλά όχι κραυγαλέο, γέμισε μια
τσάντα με λιχουδιές σαν να την προόριζε για πάρτι με εφτάχρονα και πήγε. Καθώς
ανέβαινε τα σκαλιά ένας σκασμός εικόνες από το μαιευτήριο ήρθαν και
στριμώχτηκαν στα μάτια της. Το πρώτο κλάμα, τα δυσάρεστα νέα, το τελεσίγραφο, η
λιποψυχία… Επανορθώνεται η εγκατάλειψη με καλές προθέσεις, μεταμέλεια και δέκα
σοκοφρέτες;
Την οδήγησαν στο δωμάτιό του – κοτζάμ άντρας θα ήταν τώρα,
κοντά είκοσι χρονών. Κοντά στο τέλος. Λίγο νερό, είχε μαζί το μπουκαλάκι της,
να ξεκολλήσει η γλώσσα από τον ουρανίσκο. Ανάσα μια. Ανάσες δυο. Μακρύ το
ταξίδι μέχρι την Ιθάκη. Αρκεί που έφτασε. Ναι, ας ανοίξει η πόρτα. Όχι,
σταθείτε ένα λεπτό, πώς τον λένε; Πώς λένε το παιδί μου, είχε ασχοληθεί ο
άντρας μου τότε, δεν μου είπε ποτέ το μικρό του όνομα, δε ρώτησα κι εγώ, δεν μ’
ένοιαξε, ήταν το παιδί μου. Δημήτρης, σαν τον πεθερό μου, η τυπολατρεία του
συζύγου βλέπετε, απαρνήθηκε το παιδί του, τους τύπους, ποτέ. Ναι, είμαι έτοιμη.
Την ίδια στιγμή που άνοιξε η πόρτα του δωματίου του Δημήτρη,
άνοιξε διάπλατα εκείνη η ρωγμή του οχταθέσιου καναπέ και κατάπιε τον άχρωμο
στρατιωτικό – μαζί με το ποτήρι με το καλαμάκι. Έκτοτε αγνοείται. Ο καναπές, με
ένα αστέρι στρατιωτικό να κοσμεί το ένα από τα μαξιλάρια του, κατέχει θέση
εξέχουσα σε κεντρικό παλαιοπωλείο. [Θεωρείται ευκαιρία ως προς τη σχέση τιμής
και οπισθίων που μπορεί να εξυπηρετήσει.]
Τελικά το όνομα δεν το χρειάστηκε, δεν το ξεστόμισε ποτέ.
Μονάχα χάιδεψε τις παλάμες και τα ενωμένα δάχτυλα του γιου της, το παράδοξο
κεφάλι του - που μόνο βελόνες και νυστέρια είχε την τύχη να το αγγίζουν από
καιρού εις καιρόν – και τον τάισε σοκοφρέτες. Έπειτα, βράδιασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου