Όταν
η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά και
απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδόσου, μόλο που το σπαθί που
είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει. Κι όταν σου μιλήσει,
πίστεψέ την, μόλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρα σου σαν το
βοριά, που ερημώνει τον κήπο. Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε
σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.[…]
Χαλίλ Γκιμπράν
Με ρωτάς τι είναι
Χριστούγεννα, αγαπημένη… Κι εγώ ψάχνω απαντήσεις σε εικόνες και στιγμές...
Χριστούγεννα είναι η
ζωή η καινούρια κι η ζωή που ξαναβρίσκει το νόημα, όσα χρόνια κι αν μετράει.
Είναι το πρώτο σου χαμόγελο, οι πρώτες σου λέξεις, ο ήλιος ο ανοιξιάτικος,
αυτός που δε σ’ αφήνει σε ησυχία και σε ζητάει ολόκληρο, είναι το δάκρυ σου για
μια στιγμή αλήθειας – ακόμη κι αν έπειτα προδόθηκες, η στιγμή εκείνη είναι δική
σου και η αλήθεια της αδιαμφισβήτητη – είναι ο πόνος που αναβλύζει από τα μέσα
σου κι αποζητάει κάθαρση εδώ και τώρα, είναι οι φωνές που ενώθηκαν για λίγο, οι
φωνές που συναντήθηκαν πάνω στους στίχους ενός τραγουδιού κι έπειτα χώρισαν και
πάλι, είναι εκείνο το ξέφωτο που μας δρόσιζε όταν έκαιγε ο τόπος, τα γυμνά σου
πόδια με τα μαυρισμένα νύχια κι η λαχτάρα στα μάτια σου, για κάθε ένα ξεχωριστό
κι αυθόρμητο «γιατί». Χριστούγεννα είναι οι στιγμές που σμίγουμε επειδή το
θέλουμε κι ανάμεσά μας γεννιέται χώρος γόνιμος, που κάτι θε ν’ ανθίσει, είναι η
φροντίδα.
Χριστούγεννα ακόμη
είναι «οι τοίχοι της καλοσύνης*» του Ιράν, οι τοίχοι με τις κρεμάστρες και το
μήνυμα «εάν δεν τα χρειάζεστε (τα ρούχα,
τα παπούτσια), αφήστε τα εδώ. Εάν τα χρειάζεστε, πάρτε τα». Χριστούγεννα είναι όλοι οι τοίχοι
που αντί να χωρίζουν τους ανθρώπους, μ’ έναν μαγικό τρόπο τους ενώνουν. Είναι η
μέρα που αποφάσισες να δώσεις κάτι δικό σου σε κάποιον άλλο που το χρειάζεται
περισσότερο από εσένα, είναι η στιγμή που έκατσες δίπλα στο πιο μοναχικό παιδί
της τάξης και το αγκάλιασες με τη σιωπή σου.
Χριστούγεννα είναι
ετούτη εδώ η στιγμή, αγαπημένη, που αποτυπώθηκε σε μια φωτογραφία. Τρεις
σκουροντυμένες με πρόσωπο σκαμμένο κι ιστορίες βαριές, που γίνηκαν για λίγο
μοίρες, ναι, τόσο δυνατές, οι μοίρες ενός βρέφους άγνωστου και πάνω απ’ όλα
«ξένου». Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, είναι η ανθρώπινη ζωή· κόβεται με
το παραμικρό. Αυτές το ξέρουν, το ‘χουν ζήσει. Η πρώτη, το ταχτάρισε και του
‘πε ένα τραγούδι, ένα νανούρισμα που είχε μέσα της καιρό κι ήθελε κάπου να το αποθέσει.
Κοιμάται ο ήλιος στα
βουνά κι η πέρδικα στα δάση κι εσύ πανσέ και γιασεμί κλείσε τα μάτια μια στιγμή
ο ύπνος να σε πιάσει**. Εκείνο σώπασε, σταμάτησε το κλάμα, έστησε
αυτί και ρούφηξε το δώρο της.
Η δεύτερη, του ‘δωκε
ευχές, στη γλώσσα της και σύμφωνα με όσα πέρασε η ίδια. Μετάξι από τη Βενετιά και
μάλαμα απ' την Προύσα τα όνειρα σου να ντυθούν σαν τα δικά μου μη χαθούν που
τόσο αγαπούσα. Το βρέφος άκουσε με προσοχή και
σιωπηρά υποσχέθηκε να κυνηγήσει το όνειρο μέχρι τα πέρατα της γης, για όσο
βαστάει.
Η τρίτη
του ‘δωσε τροφή. Πρώτα θυμήθηκε πώς κρατάνε ένα μωρό που τώρα ξεκινάει το
ταξίδι του. Ύστερα το κράτησε όπως κρατάμε ένα μωρό που στο ξεκίνημά του
κιόλας, εμποδίζεται και διώχνεται απ΄ τον κόσμο. Κι έπειτα το τάισε κι έκλωσε
το δικό της νήμα ψιθυρίζοντας, σ' αυτό τον τόπο οι καιροί φέρνουνε
καταιγίδες μα σώζονται όταν ξεσπούν από καρδιές που αγαπούν τα όνειρα κι οι
ελπίδες.
Τότε,
αγαπημένη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ήτανε Χριστούγεννα…
Το κείμενο δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 25/12/2015 στην εφημερίδα "Ηπειρωτικός Αγών"
** στίχοι: Δημήτρης
Αποστολάκης, τραγούδι: Χαΐνηδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου