Το Πάσχα έχει τις ρίζες του στη λατρεία των Αιγυπτίων που
γιόρταζαν την εαρινή ισημερία, τη στιγμή δηλαδή του χρόνου που η ημέρα αρχίζει
να γίνεται μεγαλύτερη από τη νύχτα, που το φως του ήλιου νικά το σκοτάδι. Η
αιγυπτιακή αυτή γιορτή, πέρασε στους Εβραίους και στη συνέχεια στους
Χριστιανούς, ταυτισμένη με τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού, που σταυρώθηκε
κατά το εβραϊκό Πάσχα. Ο Χριστός ταυτίστηκε με τον ήλιο, η αμαρτία με το
σκότος. Η νίκη της μέρας πάνω στη νύχτα έγινε νίκη του φωτός της αλήθειας πάνω
στο σκότος της αμάθειας.
Έτσι, οι άντρες πρωταγωνιστές του χειμερινού τριωδίου με τα
φαλλικά τους σύμβολα, δίνουν τη σκυτάλη σε γυναίκες πρωταγωνίστριες, σύμβολα
γονιμότητας, που συμβαδίζουν με τη γονιμότητα της φύσης κατά τη διάρκεια του
ανοιξιάτικου Πάσχα. Μέσα σε μια φύση που οργιάζει και ανθοφορεί φωλιάζει η
επίγνωση της παντοδυναμίας του θανάτου. Θάνατος και αναγέννηση – ίσως πιο
συγκλονιστική κι απ’ την ίδια τη γέννηση – μαζί, για να θυμίζουν το εφήμερο της
ύπαρξης, ότι τίποτα δεν είναι για πάντα. Τα
σύμβολα του θείου δράματος – φυσικά συζητάμε για την οικουμενικότητά τους και
όχι τη χριστιανική τους υπόσταση – έχουν ως εξής: Η τελετουργική θυσία ενός –
χαρακτηριστικού, αντικειμένου, συνήθειας, κομματιού μας – οδηγεί στην ανάσταση
/ αναγέννηση / απελευθέρωση ενός άλλου, μέσα από μια συνειδητή διεργασία
πένθους και αποχαιρετισμού.
Μήπως στη ρίζα κάθε αληθινού έρωτα, δεν υποβόσκει κάποια
διάσταση της απώλειας και κάποιο «πρόσωπο» της θυσίας; Της απώλειας του
ατομικού εγωισμού και των εγωκεντρικών
βεβαιοτήτων ώστε να επιτευχθεί η σχέση… Της θυσίας ως προσφοράς, ως απάντησης
στον αδιέξοδο ανταγωνισμό…. Το πένθος της Μεγάλης Εβδομάδας θα μπορούσε έτσι να
είναι «θεραπευτικό», βοηθώντας μας να βιώσουμε ταυτόχρονα τη λύπη για το ότι
ένα νόημα πεθαίνει και τη χαρά για το ότι ένα νόημα γεννιέται, την απόλαυση του
να χάνουμε κάτι για χάρη του άλλου: το άνοιγμα ενός παγωμένου εαυτού στη θέρμη
της σχέσης..
Η έξοδος από τα πραγματικά
πένθη εξάλλου, κάπου εκεί σηματοδοτείται: όταν καταφέρνουμε να ανακαλύψουμε το
νόημα του να συνεχίσουμε, παρά την απώλεια, όταν μετουσιώνουμε τη λύπη σε κάτι
καινούριο, ζωντανό, που θα δικαιώσει και την ίδια τη σχέση. Όταν η λύπη είναι
νεκρή και κενή νοήματος, μετατρέπεται σε κατάθλιψη και στοιχειώνει: κουβαλάμε
μέσα μας το πτώμα της λύπης. Όταν η λύπη είναι ζωντανή απηχεί κάτι απ’ τη χαρά
της δυνατότητας να αντικρίζεις κατάματα το στοιχειό της, να την κατανοείς.
Την άνοιξη η ύπαιθρος είναι ένας παράδεισος χρωμάτων και
μυρωδιών που μας συναρπάζει… Την άνοιξη η ύπαιθρος είναι θνητή, πεπερασμένη και
εφήμερη, κάτι που μας θλίβει. Υπό αυτό
το πρίσμα, ίσως η Μεγάλη Εβδομάδα υπενθυμίζει, μέσω μιας υποβλητικής,
τελετουργικής αναπαράστασης, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα:
για ν’ αποκτήσεις πρέπει να χάσεις, για να πάρεις πρέπει να προσφέρεις, για να
ζήσεις πρέπει να «πεθάνεις», να αποχωριστείς εκείνα τα κομμάτια του εαυτού σου
που απομυζούν παρασιτικά τη ζωή, που της αφαιρούν το νόημα… Ίσως λοιπόν, μέσα
από τον (προσωπικό μας) Επιτάφιο δεν καλούμαστε να αποχαιρετίσουμε το σώμα αυτό
καθ’ αυτό, αλλά τον εγκλωβιστικό δεσμό του με την ύλη, να κόψουμε τα δεσμά για
να ευοδωθούν οι δεσμοί.
Η τελετουργία του Πάσχα βρίθει εσωτερικών συμβολισμών, οι
οποίοι συχνά χάνονται μέσα στη δίνη της ορθής επιτέλεσης του θρησκευτικού
καθήκοντος και της επιφανειακής, καταναλωτικής μανίας που έχει συνδυαστεί με
την έννοια του εορτασμού στη σύγχρονη κοινωνία μας. Η ιερότητα εντούτοις,
απέχει πολύ από την εκκλησιαστική πειθαρχία – πάει και ανθίζει εκεί όπου
καταφέρνουμε να γεφυρώσουμε τους πόλους της ζωής μας, να αδράξουμε τη στιγμή
και το βαθύτερο νόημά της.
Πηγές: Ε. Αρανίτσης (Το θείο δράμα της Άνοιξης), Μ.
Τερζοπούλου (Έστησ' ο έρωτας χορό με τον
ξανθόν Απρίλη...), ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου